Κύμβαλο

γράφει ο Κλέαρχος Κορκόβελος.
To κύμβαλο είναι ένα όργανο σχήματος τραπεζίου, πάνω στο οποίο τεντώνονται 95 έως και 120 μεταλλικές χορδές (ορειχάλκινες και ατσάλινες), χορδισμένες σε τριάδες και τετράδες. Στο δεξί μπαλκόνι είναι βιδωμένα ατσάλινα κλειδιά απ΄όπου κουρδίζεται το όργανο, ενώ στο αριστερό βρίσκονται καρφωμένα τα καρφιά , στα οποία δένονται με ειδική θηλιά οι χορδές. Όπως και το συγγενικό του σαντούρι, έχει δύο βασικές γέφυρες (καβαλλάρηδες) τοποθετημένους πάνω στην αρμονική τράπεζα (καπάκι) του ηχείου. Πάνω σ΄αυτούς ακουμπούν οι χορδές, κι έτσι χωρίζονται στα διάφορα παλλόμενα μήκη, που ορίζουν τον κάθε φθόγγο. Η μουσική του έκταση είναι 3 ½ – 4 ½ οκτάβες. Κύμβαλα υπάρχουν μικρά (φορητά), μεσαία και μεγάλα (με βιδωτά πόδια και πεντάλ).
To πρώτο όργανο με πεντάλ κατασκευάστηκε από τον Σλοβάκο οργανοποιό J.V.Schunda στη Βουδαπέστη, το 1874. Χορδίζεται ακριβώς όπως και το μικρό κύμβαλο, με μία οκτάβα επιπλέον στην κόντρα μπάσα περιοχή. Δεξιά κι αριστερά υπάρχουν δύο ξύλινοι αποσιωπητήρες (με χοντρή τσόχα στην κάτω τους πλευρά), στερεωμένοι στα μπαλκόνια με μεταλλικά ελάσματα. Ανεβοκατεβαίνουν με το πάτημα του πεντάλ και υποχρεώνουν τις χορδές, όταν τις ακουμπήσουν, να πάψουν να πάλλωνται, τις φιμώνουν. Παίζεται με δύο ειδικά κατασκευασμένες ξύλινες μπαγκέτες, καλυμμένες στην άκρη με βαμβάκι.
korkovelos-0024 Το μικρό όργανο παίζεται τοποθετημένο είτε στα πόδια του εκτελεστή, είτε σε τραπέζι, είτε σε ειδική βάση ή ακόμα κρεμασμένο από το λαιμό του παίκτη με ιμάντα (όταν παίζει σε πατινάδες). Στην Ελλάδα, το βρίσκουμε στην ανατολική Στερεά Ελλάδα, ειδικότερα στην περιοχή της Λιβαδειάς αλλά και στη Θεσσαλία και την Ήπειρο.
Η λέξη κύμβαλο ετυμολογείται από την αρχαία ελληνική λέξη κύμβη, που προέρχεται από το ρήμα κύω (κοιλαίνω, δίνω καμπυλωτό σχήμα) και το ρήμα βάλλω που σημαίνει κτυπώ. Τα κύμβαλα, ήταν στην αρχαιότητα οι κοίλοι κυκλικοί χάλκινοι δίσκοι που κρούονταν μεταξύ τους (ζίλια). Στο Μεσαίωνα, η λέξη cimbalom δήλωνε τους κώδωνες των καμπαναριών των εκκλησιών, που σχημάτιζαν κωδωνοστοιχία. Κάθε ένας απ΄αυτούς είχε μια τονικότητα κι έτσι κατά την κρούση παράγονταν μελωδίες. Υπάρχουν μεσαιωνικά συγγράμματα που αναφέρονται και δίνουν οδηγίες για το συντονισμό των κυμβάλων(καμπανών) των κωδωνοστασίων αυτών (1). Από μια εποχή και ύστερα, η αρχαία σημασία του ιδιοφώνου κυμβάλου άρχισε να αντικαθίσταται με την έννοια του κώδωνος. Το όνομα χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να δηλώσει την ομοιότητα του ήχου του κρουστού ψαλτηρίου (εγχόρδου) με τον ήχο της καμπάνας, που είναι γλυκός και αντηχεί. Γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη του οργάνου αυτού βρίσκεται σε ρουμάνικο έγγραφο του 1546. Διαδόθηκε στα αστικά κέντρα της Ρουμανίας στα χρόνια των Φαναριωτών ηγεμόνων και συγκεκριμένα από την αυλή του ηγεμόνα Αλέξανδρου Υψηλάντη (1726 – 1806).
Το κύμβαλο έχει μεγάλη παρουσία στην ελληνική δημοτική και λαϊκή μουσική από τον 18ο αι. Κάνει την εμφάνισή του στην πρώτη περίοδο της ελληνικής δισκογραφίας. Σημειώνουμε ότι η αρχή της ελληνικής δισκογραφίας έγινε στην Ν. Υόρκη το 1896 από τον τραγουδιστή Μιχάλη Αραχτιντζή, ο οποίος φωνογραφεί 8 τραγούδια σε δίσκους μίας όψης, οι μήτρες αυτές δεν έχουν ως τα σήμερα βρεθεί. Από το 1905 έως το 1912 γίνονται φωνογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Σε αυτή ακριβώς την περίοδο εντοπίζουμε την παρουσία του οργάνου. Σε ετικέτες δίσκων με τραγούδια ηχογραφημένα στη Σμύρνη από ξένες εταιρείες , αναφέρεται το κύμβαλο (“cymbal”). Παραδείγματα τέτοιων ηχογραφήσεων είναι ο «μινόρε μανές» και ο «μανές της καληνυχτιάς», ηχογραφημένοι από τον τραγουδιστή Γ. Τσανάκα γύρω στα 1910, ο μανές «τζιβαέρι» επίσης από τον Γιώργο Τσανάκα και το τραγούδι «αχ μελαχροινό μου», ηχογραφημένο από τον τραγουδιστή «Λευτέρη» (Ελευθέριο Μενεμενλή) στις 10 Φεβρουαρίου του 1911.Την ίδια περίοδο, από το 1911 και εξής, Έλληνες μετανάστες στις Η.Π.Α, τραγουδιστές και μουσικοί, ηχογραφούν για αμερικανικές εταιρείες. Ανάμεσα στους Έλληνες μουσικούς που μεταναστεύουν τα χρόνια αυτά, ξεχωρίζουν πολλοί παίκτες σαντουριού αλλά και πολλοί ταλαντούχοι κυμβαλίστες. Από τους πρώτους που ηχογραφούν είναι ο Κώστας Παπαγκίκας, που αρχίζει να ηχογραφεί από το 1916, κατάγεται από τη Βοιωτία και είναι σύζυγος της φημισμένης τραγουδίστριας Μαρίκας Παπαγκίκα. Η σύνθεση της ορχήστρας Παπαγκίκα είναι μικρό κύμβαλο, τσέλο και βιολί ή κλαρίνο. Ακολουθεί ο δεξιοτέχνης και συνθέτης Σπύρος Στάμου, γεννημένος στην Αράχωβα, ο οποίος και ιδρύει μαζί με το βιολιστή Γεώργιο Γκρέτση μια από τις πρώτες Ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες στην Αμερική , την GREEK RECORD COMPANY, αρχίζει να δισκογραφεί από το 1924. Άλλοι μεγάλοι κυμβαλίστες της Αμερικής σε αυτή την περίοδο ήταν ο Μάνος Ζερβέλης και ο Ανδριώτης Φραγκίσκος Γαζής ( ο οποίος ηχογράφησε και έναν δίσκο LP σε μεγάλη πιά ηλικία, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960).
Στην Ελλάδα, το όργανο έχει παρουσία στη δισκογραφία κυρίως από τις εκτελέσεις του Γιάννη Χωραφά ή «Λιβαδείτη», και του διάσημου τραγουδιστή και κυμβαλίστα (και όχι σαντουριέρη όπως έχει αρκετές φορές λανθασμένα αναφερθεί) Δημήτρη Καλλίνικου ή Αραπάκη. Από το 1921, χρονιά από την οποία αρχίζει να αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα η HIS MASTERS’ VOICE, στις περισσότερες ηχογραφήσεις δίσκων 78 στροφών εντοπίζουμε ορχήστρες με κλαρίνο ή βιολί με τη συνοδεία μικρού ή μεγάλου κυμβάλου. Παράδειγμα είναι ο korkovelos-0024«Μεμέτης» , ηχογραφημένος το 1931 στην Αθήνα από τον Δημήτρη Αραπάκη με συνοδεία και εισαγωγικό ταξίμι από τον Γιάννη Λιβαδείτη. Δείγμα της δεξιοτεχνίας του τραγουδιστή Αραπάκη στο κύμβαλο αποτελεί ένα εκπληκτικό «ορχηστρικό» ηχογραφημένο γύρω στα 1924, στο οποίο παίζει μαζί με τον Δημήτρη Σέμση στο βιολί και τον Δημήτρη Κυριακίδη στο ούτι. Αλλά και σε πάρα πολλούς άλλους δίσκους τραγουδιστών και μουσικών όπως οι Κώστας Μαρσέλος ή «Νούρος», Ευάγγελος Σοφρωνίου, Αντώνης Διαμαντίδης ή «Νταλγκάς» αλλά και οι κλαρινίστες Κώστας Καργιάννης, Νικήτας Κωτσόπουλος και Γιάννης Κυριακάτης είναι ευδιάκριτο το ιδιαίτερο ηχόχρωμα και ο ρυθμικός και αρμονικός τρόπος συνοδείας της ορχήστρας από το κύμβαλο, παιγμένο από πολλούς άλλους μουσικούς, των οποίων τα ονόματα δεν αναγράφονταν στις ετικέτες των δίσκων.
Πολύ αργότερα από αυτή την εποχή, στη δεκαετία του 1960, μετά την πλήρη αστικοποίηση της υπαίθρου, την οριστική αλλοίωση της δημοτικής μουσικής από την εισβολή των ηλεκτρικών οργάνων και την πλήρη εξαφάνιση του σμυρναίϊκου μουσικού πλούτου, αρχίζει να προβάλλεται το σαντούρι, το οποίο κατά κάποιο τρόπο υποκαθιστά το κύμβαλο. Μεσουρανούν δύο καλλιτέχνες, ο Τάσος Διακογιώργης και ο Αριστείδης Μόσχος. Ο Μόσχος, μέσω της στήριξης που του παρείχαν οι κυβερνήσεις μέσω επαφών του (όπως λ.χ. με τον Μάνο Χατζηδάκι), κατορθώνει να προβάλλεται μονόπλευρα και συστηματικά και ιδρύει μια σχολή σαντουριού…
Από την εποχή αυτή και έπειτα, το κύμβαλο έζησε μέσα από τις ηχογραφήσεις και τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές του Νίκου Καρατάσου, μουσικού γεννημένου το 1931 στον Πειραιά. Έχουμε ακόμα δισκογραφία και ηχογραφήσεις από τον Αλέκο Γκαραβέλη (1914 – 2001), ο οποίος γύρω στα 1980 ηχογραφεί έναν τελευταίο δίσκο με δημοτικά τραγούδια μαζί με τον Κώστα Ρούκουνα, καθώς και από τον κλαρινίστα και παίκτη κυμβάλου Βασίλη Σούκα.
Από το 1970 και έπειτα, περίοδο μιάς «νέας ανακάλυψης της παράδοσης», άπειρα λάθη και ανακρίβειες διατυπώνονται και υποστηρίζονται από ειδήμονες, συλλέκτες, «ειδικούς», μουσικολόγους και μουσικούς αλλά και δήθεν ερευνητές σε σχέση με το όργανο που λέγεται κύμβαλο. Πριν λίγο καιρό, ο γνώστης περί των εθνομουσικολογικών κύριος Σωτήρης Μπέκας, δεν δίστασε να θολώσει τα νερά ισχυριζόμενος στο διαδίκτυο ότι ο Καρατάσος, αλλά και ο επιφανής Έλληνας εθνομουσικολόγος και κυμβαλίστας, (μαθητής του Σπύρου Στάμου), Σωτήρης Τσιάνης, παίζουν «σαντούρι»!
Kαι όμως, η αλήθεια είναι μία και λάμπει: πάνω από εκατό χρόνια λαμπρής μουσικής ιστορίας δεν ζυγίζονται με τριάντα ταπεινά χρόνια σκοταδισμού, ψεύδους, μικρότητας και νεοελληνικής γελοίας κουτοπονηριάς. Για να μην πούμε γραικυλισμού…
(1) J. SMITHS Van WAESBERGHE, Cymbala (bells in the Middle Ages), περ. Musicological Stydies and Documents, vol.I (Rome: American Institut of Musicology, Tempo Music Publications, 1951.
Πηγή: mousikorama.gr
Κλέαρχος Κορκόβελος | Βιογραφικό
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σε ηλικία δέκα ετών παρακολούθησε μαθήματα κλασσικού βιολιού με τον Γ. Σταλήμερο. Η αγάπη του για τον λαϊκό πολιτισμό τον ώθησε να ασχοληθεί (από το 1993) με τη δημοτική και τη λαϊκή μουσική. Διδάχτηκε δύο χρόνια σαντούρι στη σχολή του Αριστείδη Μόσχου. Στη συνέχεια, κοντά στον μουσικό, δάσκαλο και οργανοποιό Αλέξανδρο Γκαραβέλη (1914 – 2001) γνώρισε το κύμβαλο .
Ο Κλέαρχος Κορκόβελος είναι σήμερα ο ικανότερος δεξιοτέχνης του κυμβάλου στην Ελλάδα. Είναι ο μόνος νέος μουσικός που ανακάλυψε, μελέτησε και ερεύνησε την τεχνική και την ιστορία ενός οργάνου με μεγάλη παρουσία στην ελληνική μουσική από τα τέλη του 19ου αι. Είναι φυσικός και μοναδικός άξιος συνεχιστής μιας μεγάλης σχολής Ελλήνων μουσικών (Γιάννης Λειβαδίτης, Παναγιώτης Αϊβαλιώτης, Σπύρος Στάμου, Φραγκίσκος Γαζής, Κώστας Κανούλας, και άλλων, λιγότερο ή περισσότερο γνωστών). Η έρευνα της τεχνικής και της ιστορίας του παλαιού αυτού οργάνου στην Ελλάδα τον ώθησε, από το 2001 έως σήμερα, να ταξιδεύει και να διδάσκεται συνεχώς κοντά σε Ούγγρους και Ρουμάνους δεξιοτέχνες (με το Leonard Iordache, γιο του μεγαλύτερου Ρουμάνου δεξιοτέχνη Τοni Iordache [1924 – 2001], με τον Οkros Oszkar, σολίστα της διεθνούς φήμης εκατονταμελούς ορχήστρας τσιγγάνικων βιολιών της Βουδαπέστης και άλλους). Μάλιστα, ο Ο. Oszkar τον αναγνώρισε ως ένα μεγάλο ταλέντο, μία ξεχωριστή προσωπικότητα, με ιδιαίτερη φιλοσοφία παιξίματος και χρώμα.
Ο Κλέαρχος Κορκόβελος εκτελεί πάντα με ένα κύμβαλο μοναδικό στον ήχο, κατασκευασμένο στα 1933. Πρόκειται, για ένα πραγματικό κειμήλιο της ελληνικής λαϊκής μουσικής και οργανοποιίας, που παρέλαβε και διέσωσε ο ίδιος. Πρόκειται, κατά γενική ομολογία μουσικών, οργανοποιών και ηχοληπτών για το τελειότερο ηχητικά κύμβαλο στον Ελλαδικό χώρο, που είναι ακόμη σε χρήση.
Εκτός από δεξιοτέχνης, ο Κλ. Κορκόβελος είναι ο μοναδικός δάσκαλος του οργάνου στην Ελλάδα που μπορεί να μεταδώσει στον μαθητή όλες τις απαραίτητες γνώσεις τεχνικής. Η άρτια γνώση του οργάνου, η μεγάλη διδακτική του εμπειρία και η ολόπλευρη μόρφωση και παιδεία του (απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) τον κάνουν ίσως τον τελειότερο παιδαγωγό.
Το 2005 συμμετείχε σε σεμινάριο κυμβάλου που πραγματοποιήθηκε στην Ουγγαρία, οργανωμένο από τη σολίστ και καθηγήτρια στην Ακαδημία Τεχνών της Banska Bistrica της Σλοβακίας, Victoria Herencsar και έλαβε μέρος στο τελικό κονσέρτο του σεμιναρίου.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, συμμετείχε στην 8η Διεθνή Συνάντηση για χορδόφωνα κρουστά όργανα στην Κίνα (8th International Cimbalom Congress, Πεκίνο). Στην τελευταία, εκτός από το πρόγραμμα που εκτέλεσε, έδωσε και σχετική διάλεξη για τα χορδόφωνα κρουστά στον Ελλαδικό χώρο (Sandouri and cimbalom in Greece, 1890 – 1960. Performers and accompaniment style in the old recordings).
Τον Μάρτιο του 2006 μαζί με την πιανίστρια Γιούλη Βεντούρα, οργανώνει τη συναυλία «Εκλεκτικές συγγένειες» (για κύμβαλο και τσέμπαλο – harpsichord), στο Ωδείο «Νικόλαος Μάντζαρος». Στη συναυλία αυτή εκτέλεσε σονάτες της εποχής baroque, κάτι ολότελα πρωτοποριακό για τα δεδομένα του οργάνου του στην Ελλάδα.
Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς μουσικούς και τραγουδιστές της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής σε εκδηλώσεις και παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα (Γ. Κωτσίνη, Θ. Γεωργόπουλο, Μ. Αχαλινωτόπουλο, Αλ. Αρκαδόπουλο, Ν. Καρατάσο, Στ. Κουσκουρίδα, Κυρ. Γκουβέντα, Παν. Λάλεζα, Β. Σερμπέζη, Β. Δημούδη, Χ. Ζώτο, Κ. Δοϊτσίδη, Στ. Μπόνια, κ.α.).
Συμμετείχε επί 3 συναπτά έτη (2006, 2007 και 2009) στο “Οδοιπορικό στην Ελληνική Παράδοση” (3ο, 4ο και 5ο Οδοιπορικό) που διοργάνωσε ο Όμιλος Unesco Noμού Πειραιώς και Νήσων (club for Unesco of the department of Piraeus and Islands).
Το 2007, έλαβε μέρος, μαζί με την ορχήστρα του Λυκείου των Ελληνίδων, στο Διεθνές Καλλιτεχνικό Φεστιβάλ στη Σαγκάη («China Shanghai International Arts Festival») στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού, με την ευκαιρία του πολιτιστικού έτους της Κίνας με τιμώμενη χώρα την Ελλάδα.
Έπαιξε στη συναυλία «Σ΄ όλους τους τόπους πήγα..» – ανθολογία δημοτικών τραγουδιών, από τις δύο μουσικές συλλογές του μουσικού και συνθέτη Βασ. Κασούρα, στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας, τον Νοέμβριο του 2008, καθώς και στη συναυλία «τα μουσικάντικα» (η τέχνη των πρωτομαστόρων της παλιάς παραδοσιακής ορχήστρας) που δόθηκε επίσης στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας, τον Ιανουάριο του 2009, με καλλιτεχνική διεύθυνση του Γ. Κωτσίνη και κείμενα και επιμέλεια του συνθέτη και μουσικολόγου Γιώργου Παπαδάκη.
To Μάϊο του 2008 συμμετείχε στη συναυλία «Εγνατία, μουσικό ταξίδι από τα Γιάννενα στην Πόλη» υπό την αιγίδα των Ελευθερίων 2008 στην πόλη της Κομοτηνής, με τη συμμετοχή του Β. Σερμπέζη, του Σ. Σινόπουλου και της Κ. Παπαδοπούλου.
Τον Ιούνιο του 2008, συμμετείχε με το κύμβαλό του στην «Πρώτη Πανελλήνια συνάντηση σαντουριών» που οργανώθηκε από τη Δημοτική βιβλιοθήκη Αγ. Παρασκευής και το μουσείο Αλ. Κοντόπουλου, στα πλαίσια του πολιτιστικού δεκαημέρου «Αλέκος Κοντόπουλος», και το οποίο πραγματοποιήθηκε στο υπαίθριο θέατρο του δήμου Αγ. Παρασκευής.
Την άνοιξη του 2009, συμμετείχε στις συναυλίες με τίτλο «Ελλήνων χοροί και τραγούδια», που οργανώθηκαν από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων στο Μέγαρο Μουσικής Αθήνας και Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα.
Το καλοκαίρι του 2010, έπαιξε στη συναυλία – αφιέρωμα στη δημοτική τραγουδίστρια Γεωργία Μητάκη που οργάνωσε ο Δήμος Αυλώνας με τη συμμετοχή της τραγουδίστριας Ν. Καραγιάννη, του Β.Σερμπέζη, του Γ.Κωτσίνη και Κ. Γκουβέντα.
Από το 2010 είναι μέλος της ορχήστρας του Θεάτρου Ελληνικών χορών «Δόρα Στράτου».
Έλαβε μέρος σε ραδιοφωνική εκπομπή του Δευτέρου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (Φεβρουάριος του 2007), επιμελημένη από τον Γιώργο Τσάμπρα και αφιερωμένη στη δημοτική μουσική, με τη συμμετοχή του τραγουδιστή Δημ. Κοντογιάννη.
Έχει εμφανιστεί σε τηλεοπτικές εκπομπές της σειράς «Μουσική Παράδοση» του Παναγιώτη Μυλωνά.
Συμμετείχε στα γυρίσματα της ταινίας του Λάκη Παπαστάθη «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», με πρωταγωνιστή το Δημ. Καταλειφό (2010).
Δίδαξε σαντούρι και κύμβαλο στο Ωδείο «Νικόλαος Μάντζαρος», στο Μουσικό Γυμνάσιο Λαμίας και στη σχολή Βυζαντινής και Παραδοσιακής μουσικής «Εν Ωδαίς» (Λαμία), υπό τη διεύθυνση του χοράρχη Ανδρέα Ιωακείμ. Από το 2007 διδάσκει στο Ωδείο «Φίλιππος Νάκας», στην Αθήνα, και από το 2010 στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, στη Θεσσαλονίκη. Από το 2010 διδάσκει επίσης στο Ωδείο ΣΙΜΩΝ ΚΑΡΑΣ.
Την άνοιξη του 2009 παρουσίασε για πρώτη φορά το κύμβαλο στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων του Φοίβου Ανωγειανάκη, με πρόλογο του μουσικολόγου Χ. Σαρρή.
Είναι μέλος της CWA (Cimbalom World Association, Διεθνούς Ένωσης παικτών χoρδόφωνων κρουστών (κύμβαλο, σαντούρι) από το 2005.
Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, με κατεύθυνση τον τομέα της Ιστορίας.
Ο δίσκος του «Μ΄έκανες και σ΄αγάπησα », με συμμετοχή της Αρετής Κετιμέ, του Νίκου Καρατάσου και του Χρήστου Ζώτου, με μουσική επιμέλεια του Θοδωρή Γεωργόπουλου, που κυκλοφόρησε το 2012 από την εταιρεία «ΩΔΗ», αποτελεί φόρο τιμής στην παλιά γενιά των Ελλήνων εκτελεστών του κυμβάλου και συνάμα το πρώτο προσωπικό δείγμα της τέχνης του.
Συμμετοχές σε δίσκους (από το 2005 έως σήμερα):
- Αγωνιστές της λευτεριάς, σε μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη και στίχους Ελλήνων ποιητών (Γ.Σεφέρη, Π.Πρεβελάκη, Δ.Ιατρόπουλου), παραγωγή Ιδαία, 2006.
- Ανθοτράγουδα, (τραγούδια για το θέατρο), σε μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου και στίχους του Δημήτρη Ρήτα, παραγωγή του Περιφερειακού Θεάτρου Καρδίτσας, 2008.
- Δημοτικά τραγούδια, με τη δημοτική τραγουδίστρια Έφη Τέλια, παραγωγή της δισκογραφικής Ήπειρος, 2009.
- Ελλήνων μουσική και χορευτική παράδοση, παραγωγή της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, ILP Productions LTD, 2010.
- Ύμνοις και ωδαίς, παραγωγή της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος, ΟDEON, 2011.
- Σάμος, η μουσική μας παράδοση, έρευνα και καλλιτεχνική επιμέλεια Δημητρίου Ζαχαρίου, Αθήνα, 2012.
Οι εγγραφές γίνονται από Δευτέρα έως Παρασκευή, 5-9 μ.μ. στην έδρα του Ωδείου (Έρσης 9 και Πουλχερίας, Λόφος του Στρέφη), ή τηλεφωνικώς τις ίδιες ημέρες και ώρες.
Πληροφορίες:
Videos
Κατάλογος Μαθημάτων & Σεμιναρίων
Δες συγκεντρωτικά και εκτύπωσε όλα τα μαθήματα, τα σεμινάρια και τα εργαστήρια του Ωδείου.Μαθήματα | Σεμινάρια | Εργαστήρια
Βυζαντινή μουσική, Παραδοσιακά όργανα, Δημοτικό τραγούδι, Φωνητική,Οργανοποιία, Χορός