Μπουζούκι – Τζουράς – Μπαγλαμάς

Το πλέον αγαπημένο και πλέον συκοφαντημένο όργανο στην Ελλάδα είναι ίσως το μόνο που έχει ελάχιστες, κυρίως αισθητικές, διαφορές από τον αρχαίο του πρόγονο, την Πανδούρα. Ταυτόχρονα είναι το μόνο όργανο, με βάση αυτήν την καταγωγή, που δίχαζε τον ελληνισμό από την αρχαιότητα. Όπως συντείνουν σχεδόν όλοι οι ερευνητές και λαογράφοι, η μοίρα του Τρίχορδου, ή Πανδούρας, ή Ταμπουρά, αργότερα στην ανατολή Σάζι και τελικά Μπουζουκιού, μοιάζει να είναι ένα συνεχές πήγαινε-έλα μεταξύ Ελλάδος και Ανατολής.
Ήδη από τα αρχαία χρόνια, πανθομολογείται η εισαγωγή της Πανδούρας από την Ανατολή, όργανο με ηχείο αχλαδόσχημο, μανίκι διπλάσιου μήκους και τρεις διπλές χορδές με την ίδια ακριβώς σχέση που χρησιμοποιείται και στο εξάχορδο μπουζούκι. Η μεγάλη επιτυχία της πανδούρας οφείλεται στην δυνατότητα παραγωγής μεγάλου πλούτου ήχων με μικρό αριθμό χορδών. Στα Βυζαντινά Χρόνια, μοιάζει να κατακτά κάποια απήχηση και στις τάξεις των Λογίων μιας και είναι το ενδεδειγμένο (μαζί με το κανονάκι) όργανο για την διδασκαλία της Βυζαντινής μουσικής, ενώ πλούσια είναι και η απεικόνιση Ταμπουράδων όπως και οι αναφορές στην δημοτική αλλά και την λόγια ποίηση της εποχής. Μάλιστα, παρά την εσφαλμένη πεποίθηση πως η ονομασία μπουζούκι εμφανίζεται μαζί, ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια παρατηρείται η χρήση του όρου παράλληλα με τους αρχαιότερους Ταμπουράς, Θαμπούριν, Πανδούρα.
Το μπουζούκι ανήκει στην οικογένεια των οργάνων με μακρύ λαιμό, όπως το Σάζι, ο Ταμπουράς κ.α.. Το όνομα Μπουζούκι πιστεύεται πως προέρχεται από την λέξη Μποζούκ που σημαίνει σπασμένος αναφερόμενο προφανώς στην αλλαγή που υπέστη το όργανο από την Ανατολική και Κεντρική Ασία. Κατά την διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας (1919-1922), το μπουζούκι κάνει την εμφάνισή του στην Ελλάδα. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους τα Σμυρνεϊκα, στα οποία έπαιζαν το Αλ Ούντ ή το Ούτι όπως οι ίδιοι το έλεγαν. Πολύ σύντομα το ούτι αντικαταστάθηκε από το μπουζούκι και τα Σμυρνεϊκα επηρέασαν το ρεμπέτικο. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1920, μετά την εθνική ολοκλήρωση (μέσω της μικρασιατικής καταστροφής) θα εμφανιστούν και οι πρώτες ορχήστρες μπουζουκιών. Πρώτη και θρυλλικότερη η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς, που ιδρύει ο Μ. Βαμβακάρης το 1929 με τρία μπουζούκια [Βαμβακάρης, Δελιάς Παγιουμτζής] και έναν μπαγλαμά [Μπάτης]. Το μπουζούκι γίνεται πλέον ο βασιλιάς της λαϊκής ορχήστρας. Το τέταρτο ζεύγος χορδών που ο Μανώλης Χιώτης προσθέτει αμέσως μετά τον πόλεμο, είναι η σημαντικότερη ίσως αλλαγή στην μορφή του μπουζουκιού στα 2300 χρόνια της ελληνικής του ιστορίας. Μια αλλαγή, που σε μια κρίσιμη καμπή της πορείας του, τού προσέφερε νέες, τεράστιες, εκφραστικές δυνατότητες και το κατέστησε απόλυτο κυρίαρχο της ελληνικής μουσικής.
Το Μπουζούκι, είναι χορδόφωνο, νυκτό όργανο. που προήλθε από τον ταμπουρά, με διαδοχικές διαφοροποιήσεις, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες για δυνατό και λαμπερό ήχο, ενός νέου μουσικού ρεύματος, που γεννιόνταν στο δεύτερο μισό του 19 ου αιώνα , στα αστικά κέντρα του Αιγαίου. Αποτελείται από ημισφαιρικό αχλαδόσχημο ηχείο και μανίκι διπλάσιου μήκους, και συνολικά έχει μήκος από 70 εκ. έως 1 μέτρο. Το μανίκι φέρει σταθερά τάστα με βήμα ημιτονίου, και κλειδιά τύπου Τ. Η σταδιακή μείωση του αριθμού των χορδών, η ανύψωση και επέκταση της ταστιέρας πάνω στο καπάκι, με ταυτόχρονη αύξηση του ύψους του καβαλάρη, αποτέλεσαν τα πρώτα σημεία διαφοροποίησης του νέου αυτού οργάνου από ταμπουρά. Τα χαρακτηριστικά αυτά υπήρχαν ήδη σε ένα ώριμο απόγονο του, το μαντολίνο, και ήταν εύκολο να μεταπηδήσουν από αυτό στον ταμπουρά, με δεδομένη την γεωγραφική τους συνύπαρξη. Μετά από ένα σύντομο κλυδωνισμό ανάμεσα στον ταμπουρά και το λαούτο, το νέο όργανο επέλεξε για αντηχείο αυτό του λαούτου, καθώς το τελευταίο του προσέφερε μια ασφάλεια στις υψηλές τάσεις των ατσάλινων χορδών και τωνανεβασμένων κουρδισμάτων.
Οι αλλαγές στην μορφή του θα επιταχυνθούν σημαντικά, καθώς το λαουτόσχημο μπουζούκι θα υποστεί ανελέητο διωγμό από την δικτατορία του Μεταξά. Το μπουζούκι θα δανειστεί ακόμη μια φορά στοιχεία από το μαντολίνο, προκειμένου να τροποποιήσει το αντηχείο αυτή την φορά , και να περνά απαρατήρητο, σαν μαντόλα, από τους διώκτες του. Η αλλαγή αυτή δεν προβλημάτισε και πολύ τους μουσικούς της εποχής, καθώς ήταν απόλυτα εξοικειωμένοι με τα όργανα της οικογένειας του μαντολίνου. Πολλά μαντολίνα και μαντόλες της εποχής εκείνης, πήγαν στον πάγκο του οργανοποιού, προκειμένου να μετατραπούν σε μπουζούκια και μισομπούζουκα, διαδικασία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα από συνήθεια. Ο βιρτουόζος του μπουζουκιού , Βασίλης Τσιτσάνης, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ανάδειξη του «νέου» οργάνου. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το πρώτο όργανο του εθνικού βάρδου ήταν μαντόλα. Το ώριμο πλέον μπουζούκι, ελάχιστα μοιάζει με το «πρωτόγονο» νέο όργανο του 19 ου αιώνα.
Αρχικά τα μπουζούκια ήταν τρίχορδα με τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών, 3 σειρές (6 χορδές σε 3 ζευγάρια), κουρδισμένες σε τόνους RE-LA-RE/D-A-D. Παλιότερα, στην Ανατολή, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακαμ) της εκτελούμενης μελωδίας Αυτό το κούρδισμα ταιριάζει με την μουσική της Ανατολής έτσι ώστε ένα ανοιχτό ακκόρντο να μην είναι ούτε ματζόρε ούτε μινόρε επιτρέποντας μεγάλη ευελιξία στην μελωδία. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν έως τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή σε 8χορδο Τα τρίχορδα μπουζούκια κατασκευάζονται ακόμη και είναι ιδιαίτερα δημοφιλή με το Ρεμπέτικο. Τα εξάχορδα μπουζούκια δεν προσέφεραν πολλές εύκολες κινήσεις όμως ήταν ασυναγώνιστα στα ταξίμια. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα τετράχορδα μπουζούκια με κούρδισμα RE-LA-FA-DO/D-A-F-C (πάλι ανά ζεύγος). Λέγεται πως ο πρώτος που πρόσθεσε την τέταρτη χορδή ήταν ο Στεφανάκης ενώ άλλοι διαφωνούν λέγοντας πως ήταν ο Αναστάσιος Σταθόπουλος ή ο Μανώλης Χιώτης βιρτουόζος κιθαρίστας. Ο Χιώτης όμως ήταν αυτός ο οποίος έκανε το μπουζούκι αυτό γνωστό και ιδιαίτερα αγαπητό μιας και ο ίδιος το σύστησε στα μεγάλα σαλόνια και πρωτόπαιξε το μέχρι τότε θεωρούμενο ως αλήτικο όργανο μπροστά στον τέως Βασιλιά της Ελλάδος. Η προσθήκη λοιπόν ενός ζεύγους χορδών, και η αλλαγή του κουρδίσματος του σε ένα τόνο χαμηλότερο της κιθάρας θα δώσει ένα νέο μουσικό όργανο. Η αλλαγή αυτή θα επισύρει μια σειρά κατασκευαστικών αλλαγών (αύξηση των διαστάσεων του ηχείου και της ταστιέρας).
Πηγή: zaranikas.gr
Θοδωρής Τζινέλλης | Βιογραφικό
Ο Θοδωρής Τζινέλλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Διαμένει στο Περιστέρι με τη σύζυγο του και τα δυο τους παιδιά.
Από πολύ μικρός ξεκίνησε την μελέτη στην Λαϊκή μουσική και εργάζεται ως επαγγελματίας μουσικός και δάσκαλος από δεκαοκτώ χρονών.
Άρχισε να διδάσκει μπουζούκι δίνοντας δωρεάν μαθήματα στους συμφοιτητές του της Νομικής, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως υπεύθυνος ορχήστρας σε πολλά μαγαζιά και ξενοδοχεία της Αθήνας.
Έχει συνεργαστεί με πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες, ενώ τα τελευταία χρόνια είναι στην ορχήστρα του Γιάννη Λεμπέση, συνεχίζοντας ταυτόχρονα με το ίδιο πάθος, σε πείσμα των καιρών, την μελέτη, διάδοση και διδασκαλία της λαϊκής μας μουσικής.
Οι εγγραφές γίνονται από Δευτέρα έως Παρασκευή, 5-9 μ.μ. στην έδρα του Ωδείου (Έρσης 9 και Πουλχερίας, Λόφος του Στρέφη), ή τηλεφωνικώς τις ίδιες ημέρες και ώρες.
Πληροφορίες:
Videos
Κατάλογος Μαθημάτων & Σεμιναρίων
Δες συγκεντρωτικά και εκτύπωσε όλα τα μαθήματα, τα σεμινάρια και τα εργαστήρια του Ωδείου.Μαθήματα | Σεμινάρια | Εργαστήρια
Βυζαντινή μουσική, Παραδοσιακά όργανα, Δημοτικό τραγούδι, Φωνητική,Οργανοποιία, Χορός