Γενικά
Τα χάλκινα πνευστά ήρθαν τα τελευταία 120 χρόνια ίσως και περισσότερο στην Ελλάδα, αφομοίωσαν το ή8η υπάρχον παραδοσιακό μουσικό ιδίωμα, τις μουσικές μνήμες των περιοχών που επικράτησαν και τις έδωσαν εντοπιότητα. Τα παραδοσιακά σχήματα στη Μακεδονία που χρησιμοποιούν χάλκινα όργανα είναι ολιγομελή με πρώτο αρχηγικό όργανο το κλαρίνο και άλλα όργανα την τρομπέτα, το τρομπόνι και τα κρουστά. Η κομπανία μπορεί να μεγαλώσει και τότε προστίθενται και άλλες τρομπέτες, τρομπόνια, μπάσα χάλκινα και άλλα ευφώνια.
Προέλευση – Πότε ήρθαν στην Ελλάδα
Οι μπάντες εμφανίστηκαν στη μουσική ζωή της Μακεδονίας στα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα. Αφομοίωσαν το ήδη υπάρχον παραδοσιακό μουσικό ρεπερτόριο και του έδωσαν εντοπιότητα. Σ’ αυτό συνέβαλαν αποφασιστικά αρκετές από τις πρακτικές οργανοχρησίας των προηγούμενων κομπανιών που αντικατέστησαν. Έτσι δημιουργήθηκε αυτός ο τόσο εκρηκτικός και δημοφιλής ήχος.
Σχετικά με την προέλευσή τους υπάρχουν διάφορες απόψεις. Πολλοί ισχυρίζονται ότι πέρασαν στην Ελλάδα από τις τουρκικές μπάντες γύρω στο 1870.
Σύμφωνα με άλλη άποψη υπήρχαν πολύ νωρίτερα, ήδη από το 1820 και η διάδοσή τους έγινε δια μέσου των πλουσίων Ελλήνων μεταναστών στη Βιέννη. Αυτοί καλούσαν μουσικούς από την Ελλάδα για τα γλέντια τους και εκεί έγινε η γνωριμία των Ελλήνων μουσικών με τα χάλκινα πνευστά τα οποία και εισήγαγαν στη χώρα μας.
Με τέτοιες κομπανίες κατακλύστηκαν οι πόλεις και τα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας. Η Φλώρινα, η Καστοριά, η Σιάτιστα, η Εράτυρα, ο Πεντάλοφος, η Βλάστη. Έτσι στη Φλώρινα σπουδαία είναι η κομπανία των Τσαμπάζηδων, στο Εμπόριο φημισμένη η κομπανία των Γκιούμπαρα – Μπούκου, στο Τσοτύλι η κομπανία του Μπέτσιου, στον Αη-Γιώργη Γρεβενών του παππού Τζιμόπουλου.
Στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας τα χάλκινα εισάγονται πρόσφατα μετά τον πόλεμο του ’40 και αφορούν την περιοχή της Έδεσσας, της Γουμένισσας και της Αριδαίας. Οι πιο δημοφιλείς κομπανίες είναι στην Έδεσσα η ορχήστρα του Νύση και αργότερα η ξακουστή του Γιαννάκη Ζλατάνη, στη Γουμένισσα του Ζώρα, του κυρ’ Γιώργου Γευγελή, του Θανάση Σέρκου, ενώ στην Αριδαία η κομπανία της οικογένειας Ουρούμη.
Τρίτη άποψη αναφέρει ότι οι Δυτικομακεδόνες μπορεί να έμαθαν τα όργανα αυτά και από το Σερβικό κράτος, με το οποίο ερχόταν επίσης σε επαφή, όπως με το Αυστριακό καθώς και με άλλα κράτη της βόρειας Ευρώπης, όπου υπάρχουν επίσης αυτά τα όργανα. Επιπλέον συνέβαλαν στη διάδοση και οι Έλληνες άρχοντες που είχαν το παρέδωσε με όλες τις βαλκανικές πόλεις και οι οποίοι «κουβαλούσαν» μουσικούς.
Ωστόσο υπάρχει και άλλη άποψη που στηρίζεται στα δεδομένα από πρόσφατες μουσικολογικές έρευνες. Σύμφωνα με αυτές καθίσταται γνωστό ότι μπάντες χάλκινων πνευστών απαντούνταν στα αστικά κέντρα της Μικρός Ασίας και στην Πόλη (μέχρι το 1922) στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και ιδιαίτερη στη Λέσβο, όπου τα «φυσερά», όπως τα έλεγαν, ήταν το τυπικό οργανικό σχήμα πιθανό από εκεί μεταδόθηκαν και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι τον μεγάλο όγκο των προσφύγων έχει απορροφήσει η Μακεδονία.
Πριν από τα χάλκινα στην περιοχή της Μακεδονίας υπήρχαν τα παλαιότερα όργανα. Στην Καστοριά είχαν τους ζουρνάδες, στην Κλεισούρα ακόμη γλεντάνε με την ορχήστρα του Θωμά Πάτμου. Στην Φλώρινα η οικογένεια των Τσαμπάζηδων παλαιότερα έπαιζε γκάιντες, φλογερές, νταούλια και ζουρνάδες. Ο Κώστας Τσαμπάζης έπαιζε γκάιντα και ο γιος του Τραγιανός, πατέρας του Αντώνη και του Χρήστου, έπαιζε κλαρίνο. Ο παππούς του, Κωνσταντίνος Σκοπάκης έπαιζε ζουρνά, ενώ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Σκοπάκης και ο πατέρας του έπαιζε κορνέτα. Στην περιοχή της Κοζάνης παλαιότερα είχαν γκάιντες, ενώ στην Κεντρική Μακεδονία (περιοχή Γουμένισσας και Έδεσσας) ζουρνάδες. Σε άλλες περιοχές υπήρχαν και η γκάιντα και αργότερα το κλαρίνο (Σαμαρίνα).
Μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εμφανίζονται τα χάλκινα τα οποία αντικαθιστούν τα παλιά μουσικά όργανα. Συγκεκριμένα το κλαρίνο παραμένει και εξακολουθεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, το βιολί αντικαθίσταται από κορνέτα και το έγχορδο από το τρομπόνι, ενώ συνεχίζουν να υπάρχουν τα κρουστά.
Για κάποιο διάστημα παλιά και νέα όργανα συνυπάρχουν στις κομπανίες, όπου συνηχούν τα βιολιά με τα τρομπόνια και τα λαγούτα με τις τρομπέτες. Χάλκινα και έγχορδα δε γίνεται να συνεχίσουν για πολύ μαζί. Έτσι κυριαρχούν τα χάλκινα λόγο του δυνατού ήχου, όπου η κορνέτα και το τρομπόνι συνοδεύουν το επίσης πρωτοεμφανιζόμενο κλαρίνο. Αυτά συμβαίνουν στις συγκεκριμένες περιοχές που παρουσιάζουμε. Ενώ σε άλλες περιοχές παραμένουν τα ίδια όργανα, τα οποία εκφράζουν εδώ και τέσσερις αιώνες τον πληθυσμό της περιοχής- π.χ. στον Γιδά και στις Σέρρες, το κύριο μουσικό σχήμα είναι οι δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι, το ίδιο και στη Νάουσα. Στην Δράμα και στα Πιερία επιβιώνει με άνεση η γκάιντα, ενώ σε άλλα μέρη των Γρεβενών είναι σαφής η επιρροή της Ηπείρου με την παρουσία του βιολιού ή του κλαρίνου και του ντεφιού.
Η ιστορία των χάλκινων είναι παρόμοια μι: αυτήν του κλαρίνου το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο περίπου το 1835. Η ιστορία του λαϊκού κλαρίνου αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της ελληνικής μουσικής, μια συναρπαστική περιπέτεια που συνδέεται με την είσοδο και τη διάδοση του στη χώρα καθώς και στην ανάδειξη του, μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, σε όργανο σύμβολο της δημοτικής μας παράδοσης. Ένα όργανο “δυτικό” όπως και τα χάλκινα έρχεται στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας μόλις στα μέσα του περασμένου αιώνα και κυριολεκτικά μεταμορφώνεται στα χέρια των πρακτικών οργανοπαικτών, επιβεβαιώνοντας γι’ άλλη μια φορά τη δύναμη της ελληνικής παράδοσης να αφομοιώνει και να μεταπλάθει τις ξένες επιδράσεις. Αυτοί μεταφυτεύουν τα πιασίματα και την τεχνική παιξίματος του ζουρνά και της φλογέρας με την ανάπτυξη μιας ιδιότυπης τεχνικής, τόσο στη δακτυλοθεσία, όσο και στον τρόπο παιξίματος.
Έτσι σ’ ένα δυτικό μουσικό όργανο περνούν τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών κλιμάκων. Από την εποχή του μεσοπολέμου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στο μελωδικά όργανα και οδηγεί την οργανική μουσική σε μια νέα λαμπρή περίοδο, μέσα από την επεξεργασία των παλιών μελωδιών στα χόρια άξιων δεξιοτεχνών.
Αυτό οφείλεται, πάνω απ’ όλα, στους γύφτους μουσικούς στους οποίους έχει αφεθεί το περιθωριακό επάγγελμα του οργανοπαίκτη, αλλά και στην επιβεβαίωση ότι για άλλη μια φορά η αφομοιωτική δύναμη του ελληνισμού μπορεί να μεταπλάθει και να απορροφά ξένες επιδράσεις.
Βέβαια η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται με τα χάλκινα τα οποία τα τελευταία 150 χρόνια κυριαρχούν στην Δυτική και Κεντρική Μακεδονία.
Τα παλαιότερα χρόνια οι πρακτικοί μουσικοί που έπαιζαν πνευστά (φλογέρες, τσαμπούνες, γκάιντες, ζουρνάδες, καραμούζες κλπ.) τα κατασκεύαζαν συνήθως μόνοι τους. Μετρήσεις για το πού θα άνοιγαν τις τρύπες δεν υπήρχαν. Τις άνοιγαν απλώς εκεί όπου βόλευε τα δάκτυλά τους. Η τονική ακρίβεια δεν τους ενδιέφερε και πολύ μια και αυτή ήταν ζήτημα χειρισμού, κάτι που τη κανόνιζαν αργότερα, στο παίξιμο, μεταβάλλοντας το φύσημα με τα χείλη και ρυθμίζοντας κατάλληλα τα δάκτυλά τους πάνω στις τρύπες. Δεν φρόντιζαν δηλαδή να κατασκευάσουν ένα πνευστό το οποίο θα έβγαζε κάποια συγκεκριμένη νότα από μια συγκεκριμένη τρύπα. Με άλλα λόγια το κούρδισμα του οργάνου γινόταν την ώρα που έπαιζε.
Η Δύση κατασκεύαζε πνευστά στα οποία οι τρύπες τοποθετούνται ύστερα από μαθηματικούς υπολογισμούς, έτσι ώστε από κάθε τρύπα να βγαίνει μια απολύτως συγκεκριμένη νότα, διότι ο εκτελεστής της ευρωπαϊκής μουσικής έχει ανάγκη το απόλυτο κούρδισμα, αφού παίζει και με άλλα όργανα και ασφαλώς πρέπει να συμφωνεί μαζί τους.
Πρόκειται, λοιπόν, για δύο διαφορετικές μουσικές αντιλήψεις ο μεν πρακτικός με το αυτοσχέδιο πνευστό προσπαθεί να κουρδίσει παίζοντας με βάση την παράδοση και τις ελληνικές κλίμακες, που του αφήνουν μεγαλύτερη ελευθερία στο ατομικό του γούστο. Ο δε δυτικός μουσικός έχει να προσέξει, όχι πώς θα κουρδίσει, αλλά πώς δεν θα ξεκουρδίσει το όργανό του.
Έτσι με την είσοδο του ευρωπαϊκού κλαρίνου στην παραδοσιακή ορχήστρα ο πρακτικός έχει ένα απόλυτο κουρδισμένο συγκερασμένο μουσικό όργανο το οποίο πρέπει να αποκτήσει την ελευθερία που του δίνει η ελληνική παράδοση με τις ελληνικές ασυγκέραστες μουσικές, κλίμακες, πράγμα που επιτυγχάνει με τους τρόπους που περιγράφονται σε άλλο κεφάλαιο.
Αν και οι κομπανίες στην πλειονότητα τους είναι βασισμένες στα χάλκινα, εν τούτοις, το κλαρίνο – αν και καθόλου χάλκινο – είναι το ηγετικό όργανο. Εξακολουθεί και σήμερα να κρατάει τα σκήπτρα παίζοντας τα περισσότερη σόλα αλλά και τη βασική μελωδία, ενώ τα υπόλοιπα όργανα έχουν πιο συνοδευτικό ρόλο. Η βασιλεία του κλαρίνου δεν καταρρίπτεται εύκολα στην Ελλάδα. Αντίθετα στα αντίστοιχα Γιουγκοσλαβικά σύνολα, υπάρχουν ισοκατανεμημένοι ρόλοι ανάμεσα στο κλαρίνο και στις κορνέτες. Στις περισσότερες των περιπτώσεων δε, ο κλαριντζής είναι και ο αρχηγός τους συγκροτήματος. Εξάλλου το όνομα η κομπανία συνήθως το παίρνει από το όνομα του κλαρινίστα. Έτσι λέμε κομπανία του Τάκη Μπέτσιου ή του Γιαννάκη Ζλατάνη από το όνομα του κλαρινίστα. Πολλές φορές όμως πρόκειται για οικογένειες μουσικών, όπως των Τσαμπάζηδων ή των Μηνάδων (από τον παππού Μηνά Μπέτσιο) ή του Γιώργου Ουρούμη, μια που τα πέντε από τα επτά μέλη ανήκουν στην οικογένεια Ουρούμη.
Τα ευαισθητοποιημένα αφτιά εύκολα ξεχωρίζουν τις διαφορές στον τρόπο παιξίματος ανάμεσα σε βαλκανικές, ευρωπαϊκές και σε ελληνικές κομπανίες χάλκινων. Οι βασικές ιδιαιτερότητες στον τρόπο με τον οποίο παίζονται τα ελληνικά χάλκινα όργανα έχουν να κάνουν κυρίως με την απαίτηση τα όργανα αυτά να προσαρμοστούν στην παραδοσιακή μας μουσική.
Οι οργανοπαίκτες, οι ντόπιοι, συχνά παίζουν σε λανθασμένες θέσεις αν μιλήσουμε με την κλασσική έννοια της τεχνικής σε αντίθεση με τους άλλους Βαλκάνιους.
Όπως βέβαια και ο τρόπος με τον οποίο παίζεται το κλαρίνο στην Ελλάδα μοιάζει περισσότερο ως εξέλιξη του τρόπου με τον οποίο παίζεται η φλογέρα, πυρά με το πώς παίζεται το δυτικό κλαρίνο. Όταν είσαι αναγκασμένος να παίξεις μεσοδιαστήματα τέτοια που έχει η παραδοσιακή μουσική μας, αναγκάζεσαι να παραμορφώνεις, ή με το στόμα, ή με δακτυλισμούς τον ήχο του οργάνου. Αυτό δεν σου το διδάσκει κανένα ωδείο, παρά η συνεχής προσπάθεια και τα καθημερινά ακούσματα. Γι1 αυτό μιλάμε για θολό παίξιμο και όλη η ιστορία αυτών των οργάνων στην ελληνική παραδοσιακή μουσική, στηρίζεται στο “φάλτσο”. Πράγμα που επιτυγχάνεται – όπως και στο κλαρίνο – με μια εντυπωσιακή τεχνική τόσο στη δακτυλοθεσία, όσο και στον τρόπο φυσήματος και στη χρήση της γλώσσας και των χειλιών. Διότι ναι μεν όλα τα ευρωπαϊκά όργανα, το κλαρίνο, τα χάλκινα, το βιολί παίζουν σε ευρωπαϊκούς δρόμους, ωστόσο οι δεξιοτέχνες αυτοδίδακτοι μουσικοί πιστοί στην παράδοση τους μετέβαλλαν τον συγκερασμένο ήχο σε ασυγκέραστο.
Είναι ευνόητο ότι ο πολύ δυνατός ήχος των χάλκινων δεν συνδυάζεται εύκολα με την ανθρώπινη φωνή. Γι’ αυτό, αν και πολλούς από τους σκοπούς αυτούς τους τραγουδούσαν κάποτε με τα λόγια τους, με την επικράτηση των χάλκινων στην περιοχή τα λόγια ξεχάστηκαν, αφήνοντας μόνο τους τίτλους των τραγουδιών να μας θυμίζουν το ποιητικό κείμενο, ταιριασμένο με τη μελωδία και το ρυθμό τους. Ωστόσο οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμη τα λόγια των τραγουδιών.
Το ίδιο γίνεται και με τους ζουρνάδες όπου παρά τον οξύ ήχο, οι παλαιότεροι χορευτές έχουν μια συναισθηματική ένταση όταν χορεύουν, λόγω της βιωματικής σχέσης που έχουν με το ποιητικό κείμενο το οποίο πολλές φορές λειτουργεί ως στοιχείο συναισθηματικής φόρτισης. Ακόμη πρέπει να σημειώσουμε ότι πολλά από εκείνα τα τραγούδια, κυρίως στην περιοχή της Φλώρινας, της Έδεσσας και της Αλμωπίας, χρησιμοποιούν το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα (σλαβομακεδονικό) ενώ στην περιοχή των Γρεβενών (Σαμαρίνα) το βλάχικο ιδίωμα.
Το τραγουδιστικό ρεπερτόριο, λοιπόν, έχει ατονήσει, μια και στο μεγαλύτερο μέρος του έχει λησμονηθεί κάτω από την πληθωρική παρουσία των χάλκινων πνευστών, τα οποία δύσκολα συνδυάζονται με την ανθρώπινη φωνή λόγω της μεγάλης έντασης του ήχου τους. Όμως σε ορισμένες περιπτώσεις παρά την δυσκολία, υπάρχει και προσκόλληση στο ποιητικό κείμενο, όπως στον τρανό χορό της Σιάτιστας που παρουσιάζεται στην παράσταση.
Πηγή – Περισσότερα: www.lel.gr
Χρήστος Κυριαζής | Βιογραφικό
Ο Χρήστος Κυριαζής γεννήθηκε το 1992.
Εκπαίδευση και Σπουδές
Φοίτησε στο μουσικό Σχολείο Πατρών (2003-2009) με όργανο επιλογής του το σαξόφωνο.
Είναι τελειόφοιτος του Τ.Ε.Ι. ΗΠΕΙΡΟΥ, στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής, με ειδίκευση στο σαξόφωνο (2010-2014).
Το 2012-2013 φοίτησε στο İstanbul Teknik Üniversitesi, Türk Musikisi Devlet Konservatuvarı με το πρόγραμμα Erasmus.
Επαγγελματική Εμπειρία
- ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 – ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015: Εξάμηνη πρακτική άσκηση στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τμήμα Νηπιαγωγών) στη γραμματειακή υποστήριξη, στο μάθημα κατασκευής μουσικών οργάνων και στην εισαγωγή στη θεωρία της μουσικής.
- ΙΟΥΝΙΟΣ 2015 – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2016: Μουσικός στα πνευστά μουσικά όργανα, συνεργασία με καταξιωμένους καλλιτέχνες όπως ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, η Ρίτα Αντωνοπούλου, ο Γιάννης Σπανός, ο Μίμης Πλέσσας, τα παιδιά από την Πάτρα, ο Φίλιππος Νικολάου, η Νάντια Μπουλέ, ο Γρηγόρης Πετράκος, Βίκυ Καρατζόγλου κ.α. στο Χάραμα Πατρών.
- ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016 – ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ: Μουσικός στα πνευστά μουσικά όργανα, στον καταξιωμένο καλλιτέχνη Λεωνίδα Μπαλάφα, με συναυλίες σε μεγάλες σκηνές της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Portfolio
- Συμμετοχή στο δίσκο του Shantel. Viva diaspora.
- Συμμετοχή στο δίσκο του Απόστολου Γουγουλάκη. Είδα φως και βγήκα.
- Συμμετοχή στο δίσκο του Βασίλη Ράλλη. Ανησυχία Αταξία και Ανασφάλεια.
- Συμμετοχή στο δίσκο στον δίσκο του Λεωνίδα Μπαλάφα που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2017.
- Συμμετοχή σε μουσικό ντοκιμαντέρ της τουρκικής κρατικής τηλεόρασης TRT.
- 1ο βραβείο κινηματογραφικής μουσικής με το μουσικό σχολείο Πατρών και βράβευση από το Υπουργείο Παιδείας.
Οι εγγραφές γίνονται από Δευτέρα έως Παρασκευή, 5-9 μ.μ. στην έδρα του Ωδείου (Έρσης 9 και Πουλχερίας, Λόφος του Στρέφη), ή τηλεφωνικώς τις ίδιες ημέρες και ώρες.
Πληροφορίες:
Έκπτωση 15% στα δίδακτρα του ομαδικού μαθήματος για παιδιά, για 2 αδέλφια κάτω των 18 ετών, και δωρεάν το τρίτο και τα επόμενα.
Ομαδικά μαθήματα στην Βυζαντινή Μουσική και στα παραδοσιακά όργανα με πολύ χαμηλό κόστος.
Παιδικά μαθήματα οργάνων μόνο με 60€ το μήνα.
Πληροφορίες:
210 82 37 447 | Δευτέρα – Παρασκευή, 5-9 μ.μ.